οἰηματίας

οἰηματίας
οἰ-ημᾰτίας, ου, ,
A self-conceited person, Ptol. Tetr.162, Hsch. s.v. δοκησίσοφος, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰηματίας — οἰηματίᾱς , οἰηματίας self conceited person masc acc pl οἰηματίᾱς , οἰηματίας self conceited person masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιηματίας — ο (ΑΜ οἰηματίας) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, ατoς + κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • οἰηματίαι — οἰηματίας self conceited person masc nom/voc pl οἰηματίᾱͅ , οἰηματίας self conceited person masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιηματικός — οἰηματικός, ή, όν (Μ) [οίημα] οιηματίας, επηρμένος. επίρρ... οἰηματικῶς (Μ) με οίηση, με τρόπο που αρμόζει σε οιηματία, με έπαρση, με αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • υπερόπτης — ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, ιδος, Μ οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος μσν. αρχ. αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οπτης… …   Dictionary of Greek

  • δοκησίσοφος — ο αυτός που νομίζει ότι είναι σοφός και το επιδεικνύει, ο οιηματίας: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι δοκησίσοφος και όλοι τον αποφεύγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”